Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ


 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ


N                                                                                                       P

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

                                    ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Είδος: ηθογραφικό διήγημα

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΡΓΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ:

1.      Ηθογραφικό στοιχείο.→ ρεαλιστική απεικόνιση τρόπου ζωής και ανθρώπινων χαρακτήρων, σε ορισμένο τόπο και εποχή (δημοσιεύτηκε το 1900). Ο Παπαδιαμάντης δεν περιορίζεται στη λαογραφική πτυχή του θέματος, αλλά εμβαθύνει και , από την ηθογραφία περνά στην ψυχογραφία.
2.      Θρησκευτικότητα.→ στοιχείο πειρασμού και αμαρτίας = σύνηθες στο παπαδιαμαντικό έργο. Έτσι, στο περιστατικό που βίωσε ο αφηγητής στο ‘‘όνειρο στο κύμα’’, κατά την εφηβική ηλικία, αποδίδονται μεγάλες διαστάσεις. Όταν, στο τέλος, ο ώριμος αφηγητής το αξιολογεί, θεωρεί πως ήταν η αιτία που τον απέτρεψε  από το ιερατικό σχήμα και τον ώθησε να επιλέξει την κοσμική ζωή, επειδή, εξαιτίας του περιστατικού, αντιλήφθηκε το αδύναμο του χαρακτήρα του. Ο ερωτισμός λειτουργεί ανασταλτικά προς την ιεροσύνη, ως επιλογή(αναλογία προς το δάσκαλο του αφηγητή, όταν ήταν νεαρός βοσκός, τον πατέρα-Σισώη.
3.      Φυσιολατρία.→ ιδανικό του ρομαντισμού, εκφραζόμενο μέσα από στοιχεία αρκαδικά και βουκολικά. Εξιδανίκευση της φύσης, ένωση/ταύτιση με το φυσικό χώρο, ο οποίος αποτελεί παράγοντα ευδαιμονίας.
4.      Αυτοβιογραφικό στοιχείο.→ αυτό φαίνεται από τις αναφορές σε χώρους, ανθρώπους και περιστατικά που αντλεί από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σκιάθο. Αλλά τα αυτοβιογραφικά στοιχεία επισημαίνονται μόνο κατ’ αναλογία προς τα όσα γνωρίζουμε για τη ζωή του και δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια. Υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στον ίδιο και στον προλύτη, που ζει στο άστυ. Η  νοσταλγία για τη ζωή στην ύπαιθρο, η εκκλησιαστική παιδεία του συγγραφέα και του νεαρού βοσκού καθώς και η χρήση τοπωνυμίων μπορούν να θεωρηθούν αυτοβιογραφικά στοιχεία.

ΓΛΩΣΣΑ
Κατά τους μελετητές κινείται σε τρία επίπεδα (τρεις αναβαθμοί, η γλώσσα του αποτελεί κράμα τριών γλωσσικών κωδίκων, κατά τους μελετητές). Ο γλωσσικός του κώδικας χαρακτηρίζεται ιδιότυπος.
v     Διάλογοι: Χρησιμοποιείται η δημοτική της εποχής του (ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα) με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. Πλεονέκτημα: ζωντάνια, αμεσότητα, παραστατικότητα, προφορικότητα, αληθοφάνεια, η οποία σχετίζεται με το ρεαλισμό και το ηθογραφικό στοιχείο. Οι λαϊκοί τύποι μιλούν τη μητρική τους γλώσσα → περισσότερο αρμόζον.
v     Αφήγηση: Χρησιμοποιείται καθαρεύουσα με στοιχεία δημοτικής→ δημιουργεί το προσωπικό του ύφος.
v     Περιγραφή: Γίνεται σε αυστηρή και επιμελημένη καθαρεύουσα.

Παρατήρηση:
Ακολουθεί την τεχνική του προφορικού λόγου(φυσικότητα στην αφήγηση), γι’ αυτό και συχνά ο αφηγητής παρεμβαίνει και διακόπτει τη ροή της αφήγησης, πραγματοποιεί αναδρομές ή σχολιάζει τα τεκταινόμενα, σα να παρακολουθεί τον εαυτό του, καθώς διηγείται το συμβάν της νεότητάς του. Δίνει την εντύπωση ότι απευθύνεται σε κάποιον ακροατή. Με αυτό τον τρόπο τονίζει την παρουσία του και κρατά αδιάσπαστο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί μια ζωντανή αφήγηση από έναν υπαρκτό και παρόντα αφηγητή. Αυτό συνδέεται με την πειστικότητά του και την αληθοφάνεια.

ΑΛΛΑ ΚΟΙΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


v     Ζωγραφίζει περιστατικά και ανθρώπινους τύπους της Σκιάθου, που πηγάζουν από τη νοσταλγία του συγγραφέα για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
v     Νοσταλγία Παπαδιαμάντη→ βασικό και μόνιμο στοιχείο, δύναμη και αδυναμία ταυτόχρονα. Αδυναμία: γιατί οδηγεί στη χαλαρότητα της σύνθεσης. Οι ιδέες του, αδέσμευτες από προκαθορισμένο σχέδιο, ακολουθούν την τεχνική του συνειρμού, την πορεία του ρεμβασμού κι αυτό ασκεί γοητεία και προκαλεί συγκινησιακή φόρτιση(δύναμη), αλλά και αδυναμία, επειδή δεν είναι αυστηρά δομημένες(φαινομενικά, τουλάχιστον).
Στο ‘‘όνειρο στο κύμα’’ η νοσταλγία φαίνεται ως εξής: το όραμα, το ‘‘όνειρο στο κύμα’’ το αφηγείται με λεπτή ειρωνεία ο ώριμος αφηγητής, που ζει καταπιεσμένος και εγκλωβισμένος στο άστυ, εργάζεται ως προλύτης(εργασία που δεν τον ευχαριστεί) και νοσταλγεί την ιδεώδη και ανέμελη ζωή του νεαρού βοσκού που ήταν κάποτε. Η νοσταλγία αποτελεί την κύρια αίσθηση σε όλο το διήγημα.
v     Απεικονίζει στο έργο του όλη την ελληνική παράδοση.
§         Αρχαιότητα/μυθολογία
§         Ορθοδοξία
§         Λαϊκότητα και αστισμός
Αυτά τα στοιχεία ξεπερνούν το επίπεδο της απλής ηθογραφίας με λαογραφικό ενδιαφέρον και εμβαθύνουν στην ουσία της ελληνικής διήγησης και του ελληνικού πολιτισμού.

ΥΦΟΣ

Γλαφυρό στις λεπτομερείς περιγραφές του φυσικού τοπίου.
Κυριαρχεί ο λυρικός τόνος.

Παρατήρηση:
Η αναποφασιστικότητα του νεαρού βοσκού, οι ενδοιασμοί, οι συλλογισμοί του, καθώς παρατηρεί τη Μοσχούλα να κολυμπά δηλώνουν ότι το συναίσθημά του δεν είναι μονοσήμαντο.

ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ: Ηθογραφικός ρεαλισμός με στοιχεία ρομαντισμού(φυσιολατρία, νοσταλγία για τη φυσική ζωή, λυρισμός) και άτυπου ακόμα υπερρεαλισμού(τεχνική συνειρμών, στοιχεία ονείρου). Στις περιγραφές του φτάνει και στα όρια του νατουραλισμού, εφόσον αποδίδει πιστά τόσο το χώρο, όσο και τους απλούς, λαϊκούς ανθρώπινους τύπους της ιδιαίτερης πατρίδας του, όπως η τεχνοτροπία του νατουραλισμού υπαγορεύει.

ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ:
1.      Πλαστοπροσωπία – συγγραφικός δόλος · ο συγγραφέας βρίσκεται εκτός κειμένου, δεν ταυτίζεται με τον αφηγητή, αλλά η χρήση α΄ενικού προσώπου δίνει σκόπιμα, για λόγους αμεσότητας και ζωντάνιας την εντύπωση πως ταυτίζονται.
2.      Συνειρμοί από τη λέξη σχοινί · στοιχείο πλοκής και συνεκτικότητας
3.      Ο τρόπος που αποτυπώνει το θέμα στον τίτλο – αν και το αποκαλύπτει προς το τέλος του έργου.
4.      Η αξιοποίηση εικονιστικών στοιχείων με περιεχόμενο συμβολοποιημένο από το χρήστη (πχ θάλασσα, οχυρός κήπος, αγοροκόριτσο κα).
5.      Η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας, προκειμένου να αποδοθεί η στενή σχέση του αφηγητή με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζει.


ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΝΟΤΗΤΩΝ – ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

1η Ενότητα
<<’΄Ημην πτωχόν…προϊσταμένου μου.>>
Πρόλογος – πλήρες αυτοβιογραφικό σημείωμα αφηγητή – μέσα σε αυτό υπάρχει εγκιβωτισμένο το βιογραφικό σημείωμα του δασκάλου του, του πατέρα Σισώη. Καταργεί τη χρονικότητα, συνδέοντας παρόν και παρελθόν μέσω αναχρονιών.
2η Ενότητα
<< ‘Η τελευταία χρονιά…τάσι γεμάτο πετμέζι>>
Περιγραφή της ειδυλλιακής ζωής του βοσκού στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Παρουσίαση των δευτερευόντων προσώπων του έργου (κυρ Μόσχος και Μοσχούλα). Αφήγηση της πρώτης, μόνο οπτικής επαφής με την κοπέλα και της δεύτερης, κατά την οποία γνωρίστηκαν. Δηλαδή, δίνονται τα άλλα πρόσωπα και η σχέση του νεαρού βοσκού μαζί τους.
3η Ενότητα
<< Μίαν εσπέραν…ελούετο>>
Περιγράφεται η διάθεση και οι δραστηριότητες του βοσκού, κατά τη νύχτα που βίωσε το ‘‘όνειρό’’ του, όμως μόνο ως τη στιγμή που είδε την κοπέλα να πέφτει στη θάλασσα.
4η Ενότητα
<< Την ανεγνώρισα…τα επίγεια>>
Περιγράφει το καθαυτό ‘‘όνειρο στο κύμα’’. Παρουσιάζει τις σκέψεις, τους ενδοιασμούς του, την ψυχολογική του κατάσταση, όσο την παρατηρεί να κολυμπά.
5η Ενότητα
<< Δεν δύναμαι…όνειρόν του>>
Αφηγείται τη διάσωση της Μοσχούλας, όταν εκείνη κινδύνευσε να πνιγεί και την αίσθηση που του άφησε, τότε, το συγκεκριμένο συμβάν.
6η Ενότητα
<<Η Μοσχούλα…τα όρη>>
Ο ώριμος πλέον αφηγητής αναπολεί και αξιολογεί το περιστατικό της νιότης του και την επίδραση που άσκησε στην κατοπινή ζωή του, τις διαστάσεις που αυτό έλαβε στη συνείδησή του. Το παρόν παρουσιάζεται με συμπύκνωση. Ο αφηγητής αποφασίζει ότι το συναίσθημα που βίωσε τότε δεν ήταν τόσο δυνατό, όσο πίστευε. Τόσο το κεντρικό πρόσωπο(Μοσχούλα) όσο και το συμβάν υφίστανται απομυθοποίηση, λόγω της χρονικής απόστασης που μεσολαβεί. Παρά ταύτα, δεν παραγνωρίζει την απήχηση που είχε στον ψυχισμό του τότε το συγκεκριμένο περιστατικό, δηλώνει μάλιστα πως εξαιτίας αυτού άλλαξε η πορεία της ζωής του.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑΣ 3.
Συνδετική ενότητα.
Με αυτή, ο αφηγητής μας μεταφέρει στο θέρος το οποίο έχει αναφέρει από την αρχή του διηγήματος και στη συνέχεια, ως την εποχή που του είχε συμβεί κάτι συγκλονιστικό. Άρα, συνδέει αφηγηματικά όσα έθιξε, με όσα θα ακολουθήσουν.
Σε όλο αυτό το τμήμα του διηγήματος, δίνονται οι τελευταίες ενέργειες και σκέψεις του αφηγητή, λίγο πριν ζήσει το όνειρο στο κύμα, δηλαδή το περιστατικό που σφράγισε τη ζωή του.
Μέσω της περιγραφής του φυσικού τοπίου και της κλιμακούμενης ένωσής του με τη φύση, παρουσιάζεται  η έκσταση που νιώθει από την απόλυτη ταύτιση και την ερωτική του ένωση με το φυσικό χώρο και προετοιμάζεται η έκσταση που πρόκειται να αισθανθεί θεώμενος τη γυμνή κοπέλα και βιώνοντας το ‘‘όνειρο στο κύμα’’.
Μέσα στο αφηγηματικό πλαίσιο του διηγήματος, η ενότητα αυτή λειτουργεί ως σκηνικός διάκοσμος, είναι δηλαδή το φόντο όπου ο συγγραφέας στήνει την ιστορία του. Ταυτόχρονα, λειτουργεί ως η ψυχική διεργασία της απόλυτης ευδαιμονίας και της έκστασης στην οποία θα πρέπει να βρίσκεται ο άνθρωπος, για να εισπράξει το συμβάν που θα επακολουθήσει με τον τρόπο που το βίωσε ο νεαρός βοσκός, αλλά κυρίως με τον τρόπο που το ερμήνευσε ο ώριμος αφηγητής εκ των υστέρων, ως ζήτημα υπαρξιακό και καθοριστικό για τις επιλογές της ζωής του, μετέπειτα.
Άρα, η αφηγηματική λειτουργικότητα της ενότητας έγκειται στο ότι λειτουργεί συνδετικά μεταξύ των μερών του διηγήματος και προετοιμάζει ψυχολογικά και συνειδησιακά για τη μετάβαση στην έκσταση και την αυτεπίγνωση που θα προσφέρει η βίωση του ονείρου, το οποίο θα εκτεθεί αναλυτικά στην επόμενη ενότητα, υπό το πρίσμα του νεαρού βοσκού και στο τέλος του έργου θα σχολιαστεί από την οπτική γωνία του ώριμου αφηγητή.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΆΣΚΗΣΗ 10)

1.      Κατάργηση της χρονικότητας(ο χρόνος ισχύει μόνο για τον προσδιορισμό γεωργικών εργασιών που εκτελούνται από τρίτα πρόσωπα – όχι από τον ίδιο το βοσκό). Η α-χρονικότητα αποτελεί και στοιχείο ονείρου, αφού στηρίζεται στην τεχνική του συνειρμού. Ο χρόνος διαστέλλεται με αυτό τον τρόπο, είναι ο χρόνος της παραδείσιας ζωής του κοντά στη φύση, η επιμήκυνση της οποίας αποτελεί ανάγκη και του τότε-αφηγητή(βοσκού) που τη βιώνει και του νυν-αφηγητή(προλύτη) που την αναπολεί νοσταλγικά.
2.      Αντικατάσταση της σχέσης αιτίας-αποτελέσματος με τη σχέση ομοιότητας (αναλογία), η οποία βασίζεται επίσης στους συνειρμούς. Για παράδειγμα, δεν υφίσταται λογική σχέση αιτίας αιτιατού που να οδήγησε ένα νεαρό βοσκό να γίνει προλύτης και όχι ιερέας, εξαιτίας ενός τυχαίου συμβάντος της εφηβείας του. Αναλογικά, όμως, το παρόν ερμηνεύεται βάσει αυτού του τυχαίου περιστατικού της εφηβείας, το οποίο αποτέλεσε την αφορμή να μην ακολουθήσει το επάγγελμα του ιερέα και να καταλήξει προλύτης.
3.      Αντιθέσεις. Ο βασικός άξονας του διηγήματος βασίζεται στην αρχή της αντίθεσης, μεταξύ νεότητας-ώριμης ηλικίας. Οι αντιθέσεις εντοπίζονται α) σε θεματικό επίπεδο(τώρα-τότε, ύπαιθρος-άστυ, περιουσία-ένδεια, ευτυχία-δυστυχία, αθωότητα-αμαρτία) και β) σε γλωσσικό επίπεδο(αντίθετοι όροι, υλικό-άυλο, έμψυχο-άψυχο, φυσικό-ανθρώπινο). Οι αντιθέσεις αίρονται στο χρονικό επίπεδο της ζωής του νεαρού βοσκού, καθώς, μέσα από ένα σύστημα αναλογιών, επέρχεται ταύτιση των αντιθέτων, ενοποίησή τους. Εντείνονται στο χρονικό επίπεδο της ζωής του προλύτη, για να αισθητοποιηθεί το ανικανοποίητο, η δυσαρέσκεια, η δυστυχία του, που αποτελούν συνέπεια της διάστασης του εσωτερικού με τον εξωτερικό κόσμο(αλλοτρίωση).
4.      Τα σχήματα λόγου: παρομοιώσεις, μεταφορές.
5.      Τεχνική της μίμησης(ευθύς λόγος, αμεσότητα, διάλογοι, παραστατικότητα), σε συνδυασμό με την τεχνική της αφήγησης.

6.      Τεχνική των συνειρμών.
7.      Αναχρονίες. Η αφήγηση δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, αλλά η ροή της συνεχώς ανακόπτεται από αναδρομικές και προδρομικές αφηγήσεις. Εφαρμόζεται η αρχή της:
§          Ομοιότητας
§         Αναλογίας
§         Αντιστοιχίας
§         Άρνησης του υπαρκτού κόσμου(ονειρικό στοιχείο).
8.      Ανάπλαση της πραγματικότητας. Ονειρικό στοιχείο. Όλα παρουσιάζονται υπό το πρίσμα του ονείρου. Μυστηριακή η παρουσίαση της αλήθειας και της αυτεπίγνωσης που όμως προκύπτει αργότερα(χρόνος ώριμου αφηγητή), μέσα από την ονειρώδη και για την ακρίβεια εφιαλτική κατάσταση της εσωτερικής σύγχυσης, του εσωτερικού διχασμού. Παράλληλα, ο συνδυασμός ενός συγκεκριμένου και αληθοφανούς χώρου, μέσω της ρεαλιστικής περιγραφής (με την οποία ο συγγραφέας τον αποδίδει) με ένα χρόνο που κινείται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, σχετικά απροσδιόριστο, βασισμένο στην ονειρική διεργασία, εμποδίζουν τον αναγνώστη να ‘‘χαθεί’’, να βρεθεί σε σύγχυση (αντιστάθμιση ονειρικού στοιχείου).
Το ονειρικό στοιχείο είναι επίσης εμφανές κατά την περιγραφή της λουόμενης Μοσχούλας, όταν ο νεαρός βοσκός, με τη φαντασία του, πλάθει και καθιστά σε αυτόν ορατά τα μέλη του σώματος που το ημίφως δεν του επιτρέπει να διακρίνει.
Μέσα από το πρίσμα του ονείρου παρουσιάζεται και ο έρωτας, ως όνειρο απραγματοποίητο.
Το όνειρο είναι το μέσο απόδρασης του ώριμου αφηγητή από την ασφυκτική ζωή της πόλης. Γι’ αυτό και η αναδρομή στο παρελθόν αποδίδεται με τέτοιο τρόπο, που φαίνεται σα να συγχέεται το όνειρο με την πραγματικότητα. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο προλύτης, για να σπάζει για λίγο τις συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες υποχρεούται να ζει και να επιστρέψει στην ιδεώδη και ελεύθερη ζωή που απολάμβανε, κατά τη νεότητά του.
Η ονειρική απόδραση πραγματοποιείται μέσω της μετατόπισης του ‘‘εγώ’’ του αφηγητή :
·         Στο δάσκαλο του πατέρα Σισώη
·         Στη φύση
·         Στη Μοσχούλα (που μέσα από το παράθυρό της συμβολίζει το μεταίχμιο των δύο κόσμων, του περιορισμένου και του ελεύθερου-αναλογία περιβάλλοντος και αίσθησης νησιού-πόλης).
 Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ.
(από σημειώσεις Πολίτου-Μαρμαρινού, καθηγήτρια Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών). (ΆΣΚΗΣΗ 2)

1.      ΤΕΧΝΙΚΗ-ΔΟΜΙΚΗ.
Το όνειρο αποτελεί στοιχείο της δομής του διηγήματος. Είναι το εξωτερικό αφηγηματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται η κυρίως αφήγηση. Ο ώριμος αφηγητής(προλύτης) ονειρεύεται, αναπολεί νοσταλγικά την περίοδο της εφηβείας του, όταν βίωσε αυτό που ονομάζεται: ‘‘όνειρο στο κύμα’’, παρακολουθώντας τη λουόμενη στη θάλασσα Μοσχούλα, το τότε αντικείμενο του πόθου του. Συνεπώς, μέσα στην ονειρώδη αναπόληση του παρελθόντος, ενσωματώνεται το όνειρο της εφηβικής ηλικίας ως βίωμα.
2.      ΘΕΜΑΤΙΚΗ.
Το βασικό θέμα του διηγήματος είναι το ‘‘όνειρο στο κύμα’’, που το βίωσε ο νεαρός βοσκός. Τώρα, ο ώριμος εαυτός του ονειρευόμενος, αξιοποιεί τη χρονική απόσταση που τον χωρίζει από το περιστατικό και το ξαναβιώνει, κοιτάζοντας το από μια άλλη οπτική γωνία. Μεταφέρεται μέσα στο χωροχρόνο, σα να βρίσκεται και τώρα σε όνειρο. Μάλιστα, μέσα από την ανα-θεώρηση του ‘‘ονείρου’’, ο ώριμος αφηγητής αποκτά αυτοσυνειδησία και ταυτόχρονα ανακουφίζεται, καθώς αποδρά για λίγο από την πραγματικότητά του, η οποία δεν τον ευχαριστεί, αλλά αντίθετα τον πνίγει.

ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ
Πρόκειται για περιστατικά, τα οποία λειτουργούν απροσδόκητα και αλλάζουν την εξέλιξη των γεγονότων ή διαφοροποιούν τους προγραμματισμούς των δρώντων προσώπων
Στο συγκεκριμένο διήγημα, ως δραματικά απρόοπτα λειτουργούν τα εξής περιστατικά:
Ø      Η εξαφάνιση της αγαπημένης του αίγας Μοσχούλας. Το περιστατικό δίνει την αφορμή να γνωριστεί με την κοπέλα που ονομαζόταν Μοσχούλα, την οποία θαύμαζε και γι’ αυτό είχε ονομάσει έτσι την κατσίκα του. Αναζητώντας, λοιπόν, το χαμένο ζώο του, το φώναζε με το συγκεκριμένο όνομα και η κοπέλα θεώρησε πως καλεί εκείνη. Με αυτό τον τρόπο, γνωρίστηκαν.
Ø      Ο παφλασμός που άκουσε τη νύχτα που κολυμπούσε και που οφειλόταν στη Μοσχούλα, η οποία πήγε συμπτωματικά να κολυμπήσει νύχτα, στο ίδιο σημείο που κολυμπούσε και ο βοσκός. Το συγκεκριμένο απροσδόκητο συμβάν ήταν η αιτία να βιώσει το ‘‘όνειρο στο κύμα’’, το οποίο στάθηκε καθοριστικό για την πορεία της ζωής του.
Ø      Το βέλασμα του ζώου-Μοσχούλας, που αποτέλεσε την αιτία να προδοθεί η παρουσία του βοσκού, ο οποίος κρυφοκοιτούσε τη λουόμενη κοπέλα.
Ø      Η παρουσία των αλιέων, η οποία, σε συνδυασμό με το βέλασμα του ζώου, προκάλεσε πανικό στην κοπέλα και παραλίγο να την οδηγήσει στον πνιγμό, αν δεν επενέβαινε ο νεαρός βοσκός.

Ø      Η ΣΧΕΣΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ-ΑΦΗΓΗΤΗ
Συγγραφέας: εκτός κειμένου, υπαρκτό πρόσωπο, αληθινό.
Αφηγητής: εντός κειμένου, πρόσωπο κατασκευασμένο από το συγγραφέα.
Βέβαια, αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα υπάρχουν και στον αφηγητή.
Η χρήση του α΄ενικού προσώπου και τα ευδιάκριτα αυτοβιογραφικά στοιχεία στο διήγημα οδηγούν, αρχικά, σε ταύτιση του αφηγητή με το συγγραφέα. Στο τέλος του διηγήματος, η υπογραφή του Παπαδιαμάντη καθιστά φανερό πως ο συγγραφέας αποποιείται οποιαδήποτε ταύτιση με τον αφηγητή. Επομένως, καταλήγουμε πως η φαινομενική ταύτιση των δύο παραγόντων αποτελεί συγγραφικό τέχνασμα(δόλο). Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί την πλαστοπροσωπία, για να προσδώσει στο κείμενο αμεσότητα, παίζει συνεπώς ανάμεσα στην ταύτιση με τον αφηγητή του και την αρνησή της, με στόχο την προσωποποίηση των συμβάντων, ώστε να αποκτήσουν την εγκυρότητα της προσωπικής μαρτυρίας και της κατάθεσης προσωπικού βιώματος αλλά και τη γενίκευση του βιώματος, ώστε αυτό να αποκτήσει καθολικό κύρος. Με αυτό τον τρόπο, ο συγγραφέας κερδίζει σε πειστικότητα.
Με το προσωπείο του αφηγητή, ο συγγραφέας μπορεί να μιλήσει πιο ελεύθερα, δε διακινδυνεύει το κύρος του και εκτίθεται σαφώς λιγότερο, παρά αν ομολογούσε ευθέως ότι τα αφηγούμενα περιστατικά αποτελούν αποκλειστικά δικά του βιώματα, ένα είδος ημερολογίου, για παράδειγμα. Εξάλλου, έτσι θα έπρεπε να αφαιρεθεί από τα αφηγούμενα η μαγεία του πλασματικού, που αποτελεί πολύ βασικό στοιχείο κάθε λογοτεχνικού έργου.
Βέβαια, ο συγγραφέας δεν είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένος, σαν ένας απλός, ψυχρός θεατής, αλλά συμμετέχει συγκινησιακά στις αγωνίες των δρώντων προσώπων.
Όσον αφορά τον αφηγητή, είναι γεγονός πως μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα σεβαστό, ανάμεσα στο πρόσωπο που βιώνει τα γεγονότα(το εγώ της ιστορίας) και στο πρόσωπο που τα αφηγείται(εγώ της αφήγησης). Επομένως, αλλάζει η οπτική γωνία θεώρησης των περιστατικών. Το πρόσωπο που βιώνει έχει αντιληπτική οπτική γωνία, ενώ το πρόσωπο που αφηγείται, ερμηνεύει εκ των υστέρων υπό το καθεστώς άλλου τρόπου ζωής και σε διαφορετική, ώριμη πλέον ηλικία, άρα η δική του οπτική γωνία είναι εννοιολογική-ερμηνευτική. Ο αφηγητής που λεξικοποιεί το βίωμα είναι ο ώριμος βοηθός δικηγόρου, σε αντίθεση με το βοσκό που ζει τα γεγονότα και του οποίου η επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι σχεδόν α-λεκτική. Ο ώριμος αφηγητής διαθέτει αυτεπίγνωση και είναι σε θέση να μιλήσει για τον εαυτό του, στο παρελθόν. Εξάλλου, η χρονική απόσταση που μεσολαβεί διευκολύνει την αυτοκριτική και την κατοπινή ερμηνεία.
Ακόμη, μπορούμε να πούμε ότι ο αυτοδιηγητικός και εξομολογούμενος αφηγητής δεν αποτελεί απλά τη φωνή και το προσωπείο του συγγραφέα, αλλά ο ίδιος είναι μια πλήρης βιολογική ύπαρξη, με ολοκληρωμένη πορεία ζωής από τη νεότητα στην ωριμότητα, γεγονός που τον διακρίνει σαφώς από το συγγραφέα. Και μάλιστα, είναι εκείνος που διακόπτει την ίδια του την αφήγηση, για να παραθέσει σχόλια ή την προσωπική του γνώμη, ή για να κάνει μια παρέκβαση(να αφηγηθεί κάτι άλλο)
Καταληκτικά,αποδεικτικό στοιχείο της πρόθεσης του συγγραφέα να διαχωρίσει τον εαυτό του από τον αφηγητή, είναι η χρήση εισαγωγικών στην αρχή και στο τέλος του έργου, με σκοπό να καταστεί σαφές ότι ο συγγραφέας, με τον ευθύ λόγο τοποθετημένο σε εισαγωγικά, μεταφέρει την αφήγηση αυτούσια, όπως την άκουσε από κάποιο τρίτο πρόσωπο. Αυτό το ενισχύει ακόμα περισσότερο, όπως επισημάνθηκε, η παράθεση της υπογραφής του Παπαδιαμάντη, στο τέλος του διηγήματος καθώς και η ελλιπής χρονολογία.

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ (ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΑ)
 Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιμετωπίζει τη φύση μόνο αισθητικά (ως φόντο, σκηνικό πλαίσιο όπου τοποθετεί την ιστορία του), αλλά ταυτόχρονα ηθικά και, κυρίως, στη σχέση της με τον άνθρωπο.
Θεωρεί, λοιπόν, τη φύση και τον άνθρωπο σε άμεση συνάρτηση και αλληλεξάρτηση.
Η σχέση ανθρώπου-φύσης στον Παπαδιαμάντη παρουσιάζει δύο όψεις:
¨      Όσον αφορά τη ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ
-          Ως προς τη σχέση αρμονίας: η επίδραση της φύσης είναι ευεργετική για τον άνθρωπο, παράγοντας ευδαιμονίας.
-          Ως σχέση δυσαρμονίας: όταν η φύση στρέφεται εναντίον του, τον προδίδει, του δυσχεραίνει τη ζωή (για παράδειγμα η θάλασσα που για το βοσκό είναι το στοιχείο που προσδιορίζει την απόλυτη ένωσή του με τη φύση, για τη Μοσχούλα γίνεται ο παρ’ ολίγο υγρός της τάφος).
¨      Όσον αφορά την ΕΙΚΟΝΟΠΟΙΙΑ:
-          Η φύση καθίσταται πηγή ποιητικών εικόνων, μεταφορών και συμβόλων, μέσω περιγραφών. Αποτελεί το σταθερό πρότυπο προς το οποίο ο άνθρωπος προβάλλει τα συναισθήματα και τις ενέργειές του. Ο συγγραφέας και πίσω από αυτόν ο νεαρός αλλά και ο ώριμος αφηγητής, ως προς την αντιμετώπιση της φύσης διατηρεί τον ανιμιστικό οραματισμό του παιδιού και του πρωτόγονου και αυτό εκφράζεται μέσω της τεχνικής των μεταφορών και των αναλογιών.

Η ευδαιμονία του νεαρού βοσκού, που πηγάζει από τη ‘‘φυσική ζωή’’ και η αντίθετη αίσθηση πνιγμού και εγκλωβισμού του ώριμου προλύτη, που ζει στο άστυ, μακριά από τη φύση, παραπέμπουν στην αλλοτρίωση του εσωτερικού κόσμου, ως απόρροια της απομάκρυνσης από τη φυσική ζωή.
Η θετική σχέση ανθρώπου-φύσης αισθητοποιείται στην εμψύχωση των αψύχων (όπως του ήλιου, όταν περιγράφει τη δύση του και αναφέρεται στη λαϊκή παράδοση που λέει πως η πορφυρή γραμμή που αφήνει πίσω του είναι το χαλί που του στρώνει η μάνα του για να δειπνήσει), και στην απόδοση ανθρωπίνων ιδιοτήτων σε ζώα (πχ η κατσίκα του η Μοσχούλα και ο αετός που εικάζει ο βοσκός ότι την άρπαξε, μαγεμένος από τα κάλλη της). Πρόκειται για μεταφορά του υποκειμενικού στοιχείου (άνθρωπος, ανθρώπινη νόηση και αίσθηση) πάνω στο αντικειμενικό (φύση), που βασίζεται στη βιοσοφική αρχή της αναλογίας.
Επίσης, με την επανάληψη της κτητικής αντωνυμίας ‘‘μου’’ για το φυσικό χώρο που, όμως, δεν αποτελεί ιδιοκτησία του νεαρού φτωχού βοσκού, τονίζεται η απόλυτη ταύτιση με-και οικειοποίηση της φύσης από-τον ίδιο.
Αυτή η σχέση παρουσιάζεται ως πυρήνας και βασικό στοιχείο του λογοτεχνικού συστήματος και του συγκεκριμένου διηγήματος, ως κεντρικό θέμα, μέσα από το οποίο ο δημιουργός εκφράζει την προσωπική του οπτική γωνία θέασης του κόσμου, η οποία είναι πολυσήμαντη. Αυτή η οπτική, που ξεκινά από το ποιμενικό ειδύλλιο και το δημοτικό τραγούδι, δείχνει ότι είναι χαρακτηριστική του τοπικού, ελληνικού πολιτισμικού συστήματος και ξεκινά από τη λαϊκή παράδοση.
Η σχέση ανθρώπου φύσης αισθητοποιείται και με την αξιοποίηση στοιχείων που ο δημιουργός δανείζεται από τον αρκαδισμό-αρκαδική ποίηση και την ποιμενική-βουκολική ποίηση.
Ο ΑΡΚΑΔΙΣΜΟΣ αποτελεί ποιητική ροπή που εκδηλώθηκε στον κύκλο των Φαναριωτών, την περίοδο του διαφωτισμού(18ος αιώνας), εξαρτημένη και από την ιταλική ποίηση. Πρόκειται για κίνημα που πρεσβεύει το ιδανικό του Διαφωτισμού για επιστροφή στη φύση-και κατ’ επέκταση στην καθομιλουμένη, στη δημοτική γλώσσα. Χαρακτηριστικά της ιταλικής αρκαδικής ποίησης, που εντοπίζονται και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, είναι η γαλήνη της νύχτας, η ηρεμία των ζώων, η ρέμβη, το ήπιο και ονειροπόλο ύφος του βοσκού, όταν απολαμβάνει την ένωση με τη φύση, εν ολίγοις, από τον αρκαδισμό αντλούνται όλα τα στοιχεία εκείνα που αισθητοποιούν την ευδαιμονία του βοσκού, μέσα από την απόλυτη ταύτιση και ένωση με το φυσικό χώρο.
Από τον ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΧΩΡΟ, αντλούνται τα ΒΟΥΚΟΛΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, δηλαδή τα όσα αφορούν τη ζωή και τις δραστηριότητες του νεαρού βοσκού. Ως προς τη θεματολογία, χαρακτηριστικό της ποιμενικής ποίησης αποτελεί ο άτυχος έρωτας των βοσκών, που στο συγκεκριμένο διήγημα αποδίδεται διακριτικά, μέσω του θαυμασμού του νεαρού βοσκού για τη Μοσχούλα και της βίωσης του ονείρου, καθώς την παρακολουθεί κρυφά να κολυμπά γυμνή, αλλά το ερωτικό στοιχείο παραμένει αυστηρά σε επίπεδο επιθυμίας και δεν ολοκληρώνεται(πλατωνικός, ιδεώδης έρωτας). Η ποιμενική ποίηση εκφράζει την τάση φυγής από την πραγματικότητα, η οποία εδώ εκφράζεται μέσω της τεχνικής του ονείρου. Τέλος, η αγνότητα του νεαρού βοσκού, ως απόρροια της φυσικής του ζωής, αντλείται από το χώρο του ποιμενικού ειδυλλίου.


Επιπλέον, η σχέση ανθρώπου-φύσης στο συγκεκριμένο διήγημα παρουσιάζεται με κλιμάκωση, η οποία καταλήγει σε απόλυτη ταύτιση και ερωτική ένωση του βοσκού με αυτή.
·         Ξεκινά με τη δήλωση της ευτυχίας που ένιωθε, όταν ήταν φτωχό βοσκόπουλο και ζούσε κοντά στη φύση.
·         Συνεχίζει με αναλυτική περιγραφή του φυσικού χώρου στον οποίο ζούσε και δρούσε τότε, τονίζοντας την οικειότητά του προς αυτόν με την επίμονη επανάληψη της κτητικής αντωνυμίας.
·         Περιγράφει τη λαχτάρα του να κολυμπήσει τη νύχτα που βίωσε το όνειρο, με την οποία υποδηλώνεται η επιθυμία του για απόλυτη ταύτιση με τη φύση, μέσω της επαφής με το υγρό στοιχείο-σύμβολο της μήτρας, της αφετηρίας του κόσμου. Με το κολύμπι η επιθυμία του εκπληρώνεται. Σε όλο αυτό το τμήμα του διηγήματος είναι εμφανής μια σκόπιμη επιβράδυνση, με στόχο αφενός να αποδοθεί παραστατικά η ταύτιση με τη φύση και να προκληθεί καθυστέρηση της σκηνής κατά την οποία ο βοσκός βίωσε το ‘‘όνειρο στο κύμα’’-τίτλος που δηλώνει την τοποθέτηση της συγκλονιστικής εμπειρίας μέσα στο φυσικό χώρο και τη στιγμή, μάλιστα, που έχει επέλθει η απόλυτη ένωση του βοσκού με αυτόν.
·         Η νοσταλγική ευχή του ώριμου αφηγητή στο τέλος του έργου, να ήταν ακόμα βοσκός στα όρη, επιλογίζει την ευεργετική επίδραση της φύσης στον άνθρωπο, από την οπτική γωνία αυτού που πλέον ζει μακριά της και έχει απολέσει την αίσθηση της ευδαιμονίας που αυτή του προσέφερε στο παρελθόν.

ΠΑΤΗΡ ΣΙΣΩΗΣ – ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ (ΆΣΚΗΣΗ 3)
Υπάρχει αναλογία ανάμεσα στη ζωή του πατέρα Σισώη και τη ζωή του αφηγητή.
Ο πατήρ Σισώης, εγκατέλειψε το ιερατικό σχήμα, από έρωτα για μια γυναίκα. Ο αφηγητής απετράπη από το ιερατικό σχήμα, επειδή πόθησε μια γυναίκα, όταν ήταν νέος, κι αυτό, όπως λέει, τον έκανε να αντιληφθεί το αδύναμο του χαρακτήρα του, άρα λειτούργησε αποτρεπτικά.
Η ζωή του πατέρα Σισώη κινείται κυκλικά. Αρχικά είναι μοναχός, ερωτεύεται και παντρεύεται μια αλλόθρησκη, εγκαταλείπει το ιερατικό σχήμα και επανέρχεται αργότερα στο μοναχικό βίο, ενώ ταυτόχρονα ζει κοντά στη φύση, η οποία εξασφαλίζει εσωτερική αρμονία.. Αυτή η επιλογή του είναι ο δρόμος, μέσα από τον οποίο θα λυτρωθεί από την αμαρτία που διέπραξε, όταν παντρεύτηκε την αλλόθρησκη και εγκατέλειψε το μοναχικό βίο για χάρη της.
Αντίθετα, η ζωή του αφηγητή, ο οποίος φέρει το αμάρτημα του πόθου προς μία γυναίκα (δε φτάνει στο σημείο να υποκύψει στον πειρασμό), δεν οδηγείται στη λύτρωση, εφόσον αντί για το μοναχισμό επιλέγει να γίνει προλύτης και να ζήσει εγκλωβισμένος στο άστυ, μακριά από τη φύση, γι’ αυτό και οδηγείται στη δυστυχία.
Επομένως, υπάρχει αναλογική αλλά και αντιθετική λειτουργία της παράθεσης της ζωής του πατέρα Σισώη, σε σχέση με τη ζωή του αφηγητή.

ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΩΣ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
(ΆΣΚΗΣΗ 10)
·         Σχοινί(σελ. 162, 178): αποτελεί το μέσο με το οποίο θανατώθηκε η αγαπημένη του αίγα, όσο ο ίδιος προσπαθούσε να σώσει τη συνονόματή της κοπέλα, από πνιγμό. Ταυτόχρονα, το σχοινί λειτουργεί μεταφορικά–συμβολικά, για να προσδιοριστεί η πορεία ζωής του συγγραφέα, η οποία τον ‘‘πνίγει’’, όπως το σκοινί έπνιξε τη Μοσχούλα του(κατσίκα).
·         Βράχος(σελ 169): είναι μέρος του φυσικού χώρου, με τον οποίο ο νεαρός βοσκός βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία. Στοιχείο επιβλητικό, που για άλλους μπορεί να αποτελεί παγίδα, για το βοσκό όμως είναι οικείος και ασφαλής. Μάλιστα, η χρήση της κτητικής αντωνυμίας, καθιστά το βράχο ‘‘ιδιοκτησία’’ του, λημέρι και καταφύγιό του. Συμβολίζει την εξοικείωσή του με το φυσικό χώρο.
·         Θάλασσα(σελ. 170): συμβολίζει τη μήτρα, από την οποία προήλθε η ανθρώπινη ζωή και, κυρίως, αποτελεί το μέσο με το οποίο ο βοσκός μπορεί να φτάσει σε ερωτική και απόλυτη ένωση-ταύτιση με τη φύση. Είναι παράγοντας ευδαιμονίας, απόλαυσης και ηδονής. Υποκαθιστά την ερωτική ένωση του βοσκού με την κοπέλα, η οποία όμως ποτέ δεν πραγματοποιείται. Η επαφή με το υγρό στοιχείο δημιουργεί στο βοσκό τα απαιτούμενα συναισθήματα, προετοιμάζει, δηλαδή, ψυχολογικά, για τη βίωση του ονείρου που θα ακολουθήσει αμέσως μετά την έξοδο του από το νερό. Από τη μια ερωτική επαφή, η οποία συντελείται,  μεταβαίνει στην άλλη, η οποία δεν πραγματοποιείται ποτέ. Είναι ταυτόχρονά το σύμβολο της απόλυτης ένωσης του βοσκού με τη φύση και των ορίων της βίωσης του έρωτα.
·         Σελήνη: δημιουργεί την απαιτούμενη ατμόσφαιρα που πλαισιώνει αρχικά το τοπίο μέσα στο οποίο ζει και δρα ο νεαρός βοσκός, καθιστώντας το ειδυλλιακό και προετοιμάζοντας την ερωτική ένωσή του με τη φύση, μέσω της επαφής με τη θάλασσα(σελ.169). Συντελεί στη μαγεία που καταλαμβάνει το νεαρό βοσκό, καθώς αυτός κολυμπά(σελ.170).
Το φως της σελήνης αναφέρεται ξανά(σελ.171), αφενός για να προσδιορίσει το χρόνο και τις συνθήκες υπό τις οποίες η Μοσχούλα επέλεξε να κολυμπήσει, αφετέρου για να υποδηλωθεί η έκπληξη του βοσκού για την επιλογή αυτή, καθώς το φως της σελήνης αποτελεί χρόνο απαγορευτικό για την κοπέλα, σε αντιπαράθεση με το φως του ήλιου, που είναι ίσως καταλληλότερη συνθήκη και όπως δηλώνει ο βοσκός, η ανατολή ήταν η ώρα που ο ίδιος ήξερε πως η κοπέλα επέλεγε για να κολυμπήσει στη θάλασσα. Τέλος, η συγκεκριμένη αναφορά δημιουργεί και την κατάλληλη ατμόσφαιρα, που θα πλαισιώσει τη βίωση του ονείρου, προσδίδοντας ρομαντισμό και ερωτισμό. Κυρίως, όμως λειτουργεί περιοριστικά, με σκοπό να δηλώσει τον απρόοπτο και απροσδόκητο χαρακτήρα του συμβάντος, από τη σκοπιά του βοσκού.
Στη συνέχεια, το φως της σελήνης χαρακτηρίζεται μελιχρόν(έχει το χρώμα του μελιού) και παρουσιάζεται να βάφει αργυρή την επιφάνεια του πελάγους και να κάνει τα κύματα να φωσφορίζουν. Εδώ η λειτουργία του σεληνόφωτος είναι καθαρά συντελεστική της ατμόσφαιρας του ρομαντισμού και του ερωτισμού, δημιουργεί το σκηνικό διάκοσμο, μέσα στον οποίο θα λάβει χώρα η εκτύλιξη του ονείρου και επιτείνει την έκσταση και τη μαγεία, την οποία πρόκειται να αισθανθεί ο νεαρός βοσκός, παρακολουθώντας τη γυμνή κοπέλα να κολυμπά. Το φως του φεγγαριού αναδεικνύει την ομορφιά της, η οποία γίνεται υπερκόσμια, άρα λειτουργεί και προς την κατεύθυνση της θεοποίησης της κοπέλας από το βοσκό( αναλογία με τη φεγγαροντυμένη του Σολωμού).
Το φως του φεγγαριού εμφανίζεται ξανά(σελ.172), με διαφορετική αυτή τη φορά λειτουργία, καθώς επιτείνει τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η παρουσία του βοσκού, με αποτέλεσμα να τον προδώσει στη λουόμενη κοπέλα. Στο σημείο αυτό, η επίδραση του σεληνόφωτος μετατρέπεται από ευεργετική σε αρνητική και επιζήμια.
Η ερωτική λειτουργία της σελήνης επανέρχεται(σελ.173),καθώς ο βοσκός αφήνεται ξανά στη γοητεία που του προκαλεί η θέα της γυμνής νέας.
Όταν εκείνος αναζητά ξανά δυνατότητα διαφυγής, υπολογίζει στη βοήθεια που θα του παρέχει το φως της σελήνης, εφόσον το φεγγάρι βρίσκεται στα ανατολικά και η θέση του τον διευκολύνει. Είναι φανερό πως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σελήνη έχει το ρόλο του συνεργού, που θα διευκολύνει τη διαφυγή του νεαρού βοσκού και θα τον βγάλει από το αδιέξοδο. Αποτελεί το στοιχείο της φύσης, το οποίο θα συνδράμει το βοσκό, γεγονός που αισθητοποιεί για άλλη μια φορά την αρμονική σχέση του με το φυσικό κόσμο(σελ.174).
·         Μοχούλα(κοπέλα): συμβολίζει το θηλυκό-πηγή πειρασμού, αφού η βίωση της θέασης της από το βοσκό πήρε διαστάσεις ονείρου και κατόπιν επηρέασε την πορεία της ζωής του, με αποτέλεσμα αυτός να οδηγηθεί στη δυστυχία. Γι΄αυτό, η Μοσχούλα παρουσιάζεται αρχικά μυθοποιημένη και στη συνέχεια, όταν ο ώριμος αφηγητής τη σκέφτεται από χρονική απόσταση, την καταρρίπτει από το βάθρο όπου την είχε τοποθετήσει στη νεότητά του, την απομυθοποιεί και τη χαρακτηρίζει ως μια από τις απλές κόρες της Εύας, ένα απλό σύμβολο πειρασμού που μπορεί να αποβεί αιτία καταστροφής για έναν άνδρα. Στη σκηνή που εκτυλίσσεται στο παράθυρο(σελ. 167), όταν, κατά τύχη, γνωρίστηκαν μεταξύ τους, η κοπέλα συμβολίζει το μεταίχμιο μεταξύ του κόσμου του βοσκού και του κόσμου του προλύτη, άρα συμβολικά προετοιμάζεται ο ρόλος που θα παίξει η Μοσχούλα στη μετάβαση του αφηγητή από τον ένα κόσμο στον άλλο.
·         Μοσχούλα(αίγα): η συνωνυμία με την κοπέλα δεν είναι καθόλου τυχαία, εφόσον ο βοσκός ονόμασε το αγαπημένο του ζώο με το όνομα της κοπέλας που είχε ερωτευθεί. Με τον τρόπο αυτό, ερχόταν σε επαφή με το αντικείμενο του κρυφού του πόθου, μέσω του αγαπημένου του ζώου. Η Μοσχούλα συμβολίζει ακόμη, με το θάνατό της, εκείνον που αναγκαστικά θυσιάζεται, επειδή δε βρίσκεται σε πρώτη προτεραιότητα, ως προς τις επιλογές που κάνει εκείνος που πρόκειται να αναλάβει το ρόλο του σωτήρα. Είναι το τίμημα που πλήρωσε ο νεαρός βοσκός, για να γλιτώσει την κοπέλα Μοσχούλα από πνιγμό. Τέλος, ο τρόπος θανάτου του ζώου, παραλληλίζεται με την πορεία ζωής του βοσκού, ο οποίος νιώθει ότι πνίγεται ως προλύτης, όπως ακριβώς πνίγηκε(εσχοινιάσθη) το αγαπημένο του ζώο.
·         Βάρκα αλιέων: συμβολίζει την ανθρώπινη παρουσία, που διαταράσσει την αρμονία και την ισορροπία της φύσης και θέτει σε κίνδυνο ή εμπλέκει σε περιπέτειες εκείνους που ζουν εναρμονισμένοι με το φυσικό χώρο.
·         Οχυρός κήπος κυρ-Μόσχου: συμβολίζει την τάση του ανθρώπου για ιδιοκτησία και οικειοποίηση του φυσικού χώρου. Ο οχυρός τοίχος του κυρ Μόσχου αποτελεί πρακτική εφαρμογή της πρόθεσης του νεαρού βοσκού, η οποία εκδηλώνεται με την επαναλαμβανόμενη χρήση της κτητικής αντωνυμίας. Παράλληλα, λειτουργεί αναλογικά προς τη ζωή του προλύτη στην πόλη, γιατί λειτουργεί περιοριστικά και συμβολίζει τον εγκλεισμό και τον περιορισμό, με τη διαφορά ότι όσοι ζουν σε αυτό τον οχυρό κήπο δεν έχουν την αίσθηση του πνιγμού που νιώθει ο προλύτης, αλλά την έπαρση που πηγάζει από τη θέση ισχύος του κατόχου. Επιπλέον,  η οριοθέτηση αποτελούσε επιθυμία και συνειδητή πράξη του κυρ Μόσχου, ενώ στην περίπτωση του ώριμου αφηγητή αυτό συνέβη ακούσια και εξ ανάγκης.

v     ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ
Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή κι έτσι καταγράφει τη μετάβαση από την ευτυχισμένη εφηβεία, στην ωριμότητα που χαρακτηρίζεται από αλλοτρίωση και αίσθηση του ανικανοποίητου. Με τον τρόπο αυτό αποδίδεται και αντιπαρατίθεται  το παρόν προς το παρελθόν (βασικός αντιθετικός άξονας διηγήματος), έτσι ώστε από κατάθεση προσωπικού βιώματος το διήγημα να αποκτήσει τη διάσταση της γενικευμένης εμπειρίας, που αφορά όλους.
Η μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο συνίσταται, πιο συγκεκριμένα, στα εξής:
· βοσκός         è    προλύτης
· αναλφαβητισμός è   μόρφωση
·φυσική ζωή  è      αστική ζωή
· νησί     è    Αθήνα 
· νεότητα  è   ωριμότητα
· ελευθερία  è περιορισμός, εγκλωβισμός, καταπίεση
· ευδαιμονία è αίσθηση ανικανοποίητου, δυσαρέσκεια
· εξιδανικευμένος έρωτας è απομυθοποιημένος έρωτας

ΤΡΟΠΟΙ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΑΣΕΩΝ:

. ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ ΒΟΣΚΟΥ.
Αισθητοποιείται, μέσω της βίωσης της σχέσης του με τη φύση. Συγκεκριμένα:
§         με επαναληπτική αφήγηση των στιγμιότυπων της ζωής του,
§         με παρομοιώσεις, όπου συνδυάζονται στοιχεία ανόμοια και από ανοίκεια καθίστανται οικεία,
§         με την επανάληψη της κτητικής αντωνυμίας,
§         με την κατάργηση της χρονικότητας(ευτυχία=άχρονηñδιάρκεια).

. ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΛΥΤΗ
Αυτή η αλλαγή αποδίδεται μέσω της αναδρομικής αφήγησης του ώριμου αφηγητή, ο οποίος γνωρίζει τόσο τις λεπτομέρειες όσο και την κατάληξη της ιστορίας που αφηγείται, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται η προοπτική του μέλλοντος, εφόσον τώρα ο αφηγητής γίνεται παντογνώστης και παρατηρεί τα γεγονότα από απόσταση κι αφού αυτά πια έχουν συντελεστεί(ολοκληρωθεί). Βέβαια, ο αφηγητής, για να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, διατηρεί την αφήγηση της εξέλιξης των γεγονότων, αλλά επισημαίνει και την αρχική πρόθεση του εαυτού του κατά τη νεότητά του, η οποία τελικά μένει ανεκτέλεστη και τον οδηγεί σε εγκλωβισμό, εφόσον οι επιλογές του δεν τον ικανοποιούν. Παράλληλα, διαγράφει την πορεία του προς την αυτογνωσία, αξιολογώντας και το κόστος της, το τίμημα που πλήρωσε για να την αποκτήσει και το οποίο ήταν η απώλεια της φυσικής ζωής και της ευδαιμονίας που αυτή εξασφάλιζε.
Βλέπουμε ότι ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει απλώς τα δύο διαφορετικά σημεία της ζωής του κεντρικού του ήρωα, αλλά χρησιμοποιεί και εντελώς διαφορετικό τρόπο, για να τα αποδώσει λογοτεχνικά. Στην πρώτη φάση κυριαρχεί η περιγραφή, ο λυρισμός και τα σχήματα λόγου, ενώ το ύφος είναι ανάλαφρο και γλαφυρό, ενώ στη δεύτερη φάση επικρατεί η αφήγηση και ο πεσιμισμός.
Παρεκβάσεις και σχόλια του αφηγητή:
¨      Αρχικά  αναφέρει πως νιώθει μίσος για τον προστάτη του, το δικηγόρο που τον πήρε ως βοηθό του, παράδοξο συναίσθημα, αλλά όχι ασύνηθες, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να ευεργετούν, γιατί αυτό τους φέρνει σε θέση ισχύος, από το να ευεργετούνται, που σημαίνει ότι βρίσκονται σε θέση αδυναμίας. Έτσι, αισθάνονται ενδόμυχα φθόνο για τους ευεργέτες τους. Είναι φανερό πως ο Παπαδιαμάντης, με το σχόλιο αυτό, διαβλέπει πολύ λεπτές πτυχές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
¨      Στο τέλος του διηγήματος, ο αφηγητής ερμηνεύει το συμβάν του παρελθόντος, εκ των υστέρων, μέσα από μια δεύτερη επεξεργασία, στην οποία αυτή τη φορά κυριαρχεί η λογική, σε αντιδιαστολή με την περίοδο που βίωσε το περιστατικό και κατά την οποία κυριαρχούσε το ένστικτο και το υποσυνείδητο. Γι’ αυτό το λόγο η κατοπινή ερμηνεία του είναι απομυθοποιητική και απαισιόδοξη, γι’ αυτό και αποδίδει στο συμβάν διαστάσεις που φαίνονται υπερβολικές, απηχούν όμως τη διάθεσή του τώρα, που ξαναβιώνει τα τότε μέσω της μνήμης.


· ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ (ΆΣΚΗΣΗ 1)
Δύο ειδών εστιάσεις:
1) μηδενική εστίαση: όταν ο αφηγητής είναι παντογνώστης και γνωρίζει περισσότερα από τον ήρωα που βιώνει τα γεγονότα.
 2) εσωτερική εστίαση: όταν προσεγγίζει βιωματικά όσα αφηγείται και γνωρίζει όσα και ο ήρωας που τα βιώνει, όχι περισσότερα. Σε αυτή την περίπτωση, συμμετέχει προσωπικά στα τεκταινόμενα.
Στο συγκεκριμένο διήγημα, ο αφηγητής συμμετέχει στην αφήγηση, είναι ομοδιηγητικός και ταυτόχρονα πρωταγωνιστής (αυτό ενισχύεται από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση). Είναι, λοιπόν, ο αφηγητής και ήρωας, αλλά ο ήρωας αυτός χωρίζεται σε δύο τμήματα: α) όταν ήταν νεαρός βοσκός (παρελθόν)
                                           β) τώρα που είναι προλύτης (παρόν)
Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον προλύτη, κυρίως στον πρόλογο και τον επίλογο του έργου, αλλά και στην ενδιάμεση αφήγηση, με κάποια σχόλια που παρεμβάλλει. Στο παρόν, λοιπόν, καθώς διηγείται από τη χρονική οπτική γωνία της ωριμότητάς του, η εστίαση είναι μηδενική. Αυτό συμβαίνει στο χρονικό επίπεδο του παρόντος, όπου ο ώριμος αφηγητής διηγείται ένα επεισόδιο της νεότητάς του. Εδώ αποστασιοποιείται από τον παρελθοντικό εαυτό του, τον κρίνει, τον ερμηνεύει. Η προσέγγιση είναι εννοιολογική και όχι βιωματική.
Ταυτόχρονα, όμως, καθώς διηγείται την εμπειρία του νεαρού βοσκού, που εκτυλίσσεται στο χρονικό επίπεδο του παρελθόντος, διατηρεί και την οπτική γωνία του βοσκού, τη βιωματική προσέγγιση των γεγονότων, για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος θέλει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και να μάθει την έκβαση της περιπέτειας του νεαρού βοσκού. Συνεπώς, η εστίαση γίνεται εδώ εσωτερική, ο παντογνώστης αφηγητής αποσύρεται, προς στιγμήν, και αφήνει τα ηνία της αφήγησης στο νεαρό εαυτό του, που αφηγείται τα γεγονότα καθώς τα βιώνει. Έτσι, κατά την περιγραφή της γυμνής κοπέλας αλλά και όλου του επεισοδίου από την κρυφή παρακολούθησή της ως τη διάσωσή της, η εστίαση είναι, όπως είπαμε, εσωτερική.
Η ταύτιση και η ταυτόχρονη αποστασιοποίηση του αφηγητή από τη νεαρή πτυχή του εαυτού του, δηλαδή η αλλαγή της εστίασης που παρατηρούμε στα διάφορα σημεία του διηγήματος, αναδεικνύει την αλλαγή οπτικής γωνίας που συμβαίνει κατά τις δυο περιόδους της ζωή του, δηλαδή την αντίθεση, η οποία αποτελεί άξονα ολόκληρου του διηγήματος.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ. (ΆΣΚΗΣΗ 5)
*        Αρχικά, συνδέει τον αναλφαβητισμό με την ευτυχία, όταν ήταν φτωχό βοσκόπουλο και ζούσε στα όρη.
*        Μαθαίνει τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα Σισώη και έπειτα τον στέλνουν, ως υπότροφο της μονής, σε μια επαρχιακή ιερατική σχολή και μετά στην Αθήνα, στη Ριζάρειο, επίσης εκκλησιαστική σχολή. Τα πρώτα του γράμματα, λοιπόν, είναι εκκλησιαστικά.
*        Ακολουθεί κοσμική μόρφωση στο πανεπιστήμιο Αθηνών, στη Νομική σχολή. Οι σπουδές του διαρκούν 10 χρόνια, πράγμα που σημαίνει πως δεν ήταν ιδιαίτερα ικανός, και παίρνει δίπλωμα προλύτη. Βλέπουμε πως δεν είχε μεγάλη έφεση στα κοσμικά γράμματα και μάλιστα οικτίρει τον εαυτό του, γιατί, λόγω των σπουδών που έκανε οδηγήθηκε σε μια εργασία και σ’ έναν τρόπο ζωής που τον έκαναν να νιώθει εγκλωβισμένος και δυστυχισμένος. Άρα, αντιμετωπίζει αρνητικά την κοσμική μόρφωση που έλαβε.
*        Καθώς παρακολουθεί ως βοσκός τη Μοσχούλα να κολυμπά, παρεμβάλλει ένα σχόλιο που το κάνει ως προλύτης και αναφέρει πως ήταν αδέξιος και άτολμος τότε, γιατί δεν είχε λάβει την κατάλληλη παιδεία, για να αναπτύξει την κοσμιότητά του και να ξέρει πώς να φερθεί. Δικαιολογεί τον εαυτό του, πως για την αδεξιότητά του ευθύνεται η έλλειψη παιδείας. Στο σημείο αυτό, βλέπουμε να εκφράζεται διαφορετική αντίληψη, σε σχέση με την αρχή του έργου, που θεωρούσε την έλλειψη παιδείας ως πηγή ευτυχίας. Αυτό εξηγείται, γιατί την πρώτη άποψη την εκφράζει από την οπτική γωνία του βοσκού, ενώ τη δεύτερη από την οπτική γωνία του μορφωμένου αφηγητή. Έτσι, παρόλο που ως προλύτης δυσφορεί για την παιδεία που έλαβε και η οποία τον οδήγησε σε ζωή ασφυκτική, παρά ταύτα δέχεται την ευεργετική επίδραση της μόρφωσης στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στους τρόπους.
*        Στον επίλογο του διηγήματος, αναλογίζεται την πορεία της ζωής του και πάλι θίγει το θέμα της μόρφωσής του. Μόνο που καταλήγει πως, παρόλο που τα πρώτα του γράμματα τα έλαβε σε ιερατικές σχολές, κατέληξε, αντί για μοναχός, να γίνει προλύτης. Όμως, επειδή δεν είναι ευτυχισμένος από την κατάληξή του, αμφισβητεί την αξία της κοσμικής μόρφωσης και επισημαίνει ότι, με τα λίγα κολλυβογράμματα που του είχε διδάξει ο πατήρ Σισώης υπερεπαρκούσαν για τη σωτηρία της ψυχής του.
*        Θα λέγαμε, τελικά, πως ο ήρωας δεν απορρίπτει πλήρως τη σημασία της παιδεία, με την ουσιαστική της έννοια, αλλά τη χρησιμοποιεί, για να αναζητήσει ευθύνες για την προσωπική του πορεία, η οποία δεν τον οδήγησε στην ευτυχία και την εσωτερική ισορροπία. Έτσι, φτάνει στο σημείο να αποσυνδέει την κοσμική μόρφωση από το ρόλο της στον ψυχισμό του ανθρώπου, αφού δεν επιφέρει αυτή την πολυπόθητη εσωτερική αρμονία.

Παπαδιαμάντης (συμπληρωματικά)
1η ενότητα
§ 1. Στοιχεία βιογραφικά του βοσκού: Αυτοπαρουσιάζεται
 πτωχόν è οικονομική κατάσταση
 βοσκόπουλον è επάγγελμα
 εις τα όρη è τόπος
 δεκαοκτώ ετών è ηλικία βοσκού
 δεν ήξευρα άλφα è μορφωτικό επίπεδο – ήταν αναλφάβητος
 ήμην ευτυχής è ψυχική κατάσταση
 του έτους 187… è απροσδιόριστος χρόνος (δραματικός χρόνος)
 ήμην ωραίος έφηβος è εξωτερική εμφάνιση
 πρωίμως στρυφνόν πρόσωπον è αναφέρεται στην εξωτερική του εμφάνιση  και ταυτόχρονα στην ηλικία του. Μόλις έχει φτάσει στην ηλικία που γίνεται άνδρας. Βέβαια, την ηλικία του ήδη μας την έχει γνωστοποιήσει. Εδώ αισθητοποιεί το πώς η εφηβεία φαίνεται στην εμφάνισή του.
ηλιοκαές πρόσωπον è εξ εμφάνισης λόγω επαγγέλματος και πολύωρης έκθεσης στον ήλιο και εποχής (θέρος)
να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσες è τρόπος ζωής – κοντά στη φύση
«την τελευταίαν φορά όπου εγεύθην την ευτυχίαν» è προοικονομεί ότι θα μας μιλήσει γι’ αυτό. Η εισαγωγή αποτελεί μορφή πρόληψης, εφόσον ανακαλεί εκ των προτέρων ένα γεγονός που θα διαδραματιστεί αργότερα στην αφήγηση.

§ 2 - § 3: Εγκιβωτισμός
-          Δίνει στοιχεία για το δάσκαλό του.
-          Το γεγονός ότι ο βοσκός στην εφηβεία του έμαθε γράμματα από τον παπά του χωριού αποτελεί ηθογραφικό στοιχείο. Ήταν σύνηθες για την εποχή, εφόσον οι ιερείς ήταν οι μόνοι μορφωμένοι, δηλαδή ήξεραν γραφή και ανάγνωση.
Εγκιβωτισμός = Διακόπτεται η ροή της αφήγησης και παρεμβάλλεται στο αυτοβιογραφικό σημείωμα του αφηγητή η βιογραφία του δασκάλου του, του πατέρα Σισώη. Η ζωή του Σισώη θα λειτουργήσει αναλογικά προς τη ζωή του αφηγητή. Ο εγκιβωτισμός αποτελεί μορφή αναχρονίας και συνδέει τις τρεις διαστάσεις του χρόνου (παρελθόν – παρόν – μέλλον).
§ 4 - § 6: Επανέρχεται στα προσωπικά του, στην εκκλησιαστική μόρφωση που έλαβε και στο επάγγελμα στο οποίο κατέληξε. Στο σημείο είναι εμφανής ένας αυτοσαρκασμός, ενώ γίνεται εμφανές ότι δεν είναι ευχαριστημένος από το επάγγελμα και από τη ζωή του.
            Η παρομοίωση του εαυτού του με σκύλο δείχνει πόσο εγκλωβισμένος και περιορισμένος αισθάνεται, ενισχύει το αίσθημα του ανικανοποίητου. Αυτός ο εγκλωβισμός δικαιολογεί την ανάγκη του να ανατρέξει στο παρελθόν, όταν ζούσε ως βοσκός, ξέγνοιαστα, κοντά στη φύση (εκτεταμένη παρομοίωση). Αυτός ο εγκλωβισμός δικαιολογεί την ανάγκη του προλύτη να ανατρέξει στο παρελθόν, όταν ζούσε ως βοσκός ξέγνοιαστος κοντά στη φύση, μέσω της αφήγησης του (όνειρα στο κύμα).
2η ενότητα (σελ. 163 – 168)
§1. Συνεχίζει την §1 της πρώτης ενότητας, επανέρχεται, δηλαδή, στην αφήγηση της ζωής του βοσκού – αναδρομική αφήγηση.
«Φυσικός άνθρωπος» è μεταφορά. Εκφράζει το ιδανικό της επιστροφής στη φύση, που αποτελεί ιδανικό του διαφωτισμού, χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας του ρομαντισμού, υποδηλώνει την ταύτισή του με τη φύση και είναι στοιχείο φυσιολατρίας.
            Ακολουθεί περιγραφή του φυσικού τοπίου, δίνονται τοπωνύμια που μπορούν να θεωρηθούν ως αυτοβιογραφικά στοιχεία. Παρουσιάζει τον εαυτό του ευτυχισμένο ζώντας κοντά στη φύση. Ειδικά η κτητική αντωνυμία υποδηλώνει την ταύτισή του με τη φύση (ιδικόν μου), δεν εννοεί πως οι αναφερόμενες περιοχές ήταν ιδιοκτησία του, εφόσον ήδη έχει δηλώσει πως ήταν φτωχός βοσκός.
Παρηχήσεις è εξασφαλίζουν μουσικότητα στο λόγο:
1)      Κατάμερον, καλούμενον, κατέπλεον.
2)      Ξάρμενο, ξάρμενα, ξυλάρμενα.
§2. Συνεχίζει την παράθεση τοπωνυμίων και τη γεωγραφική θέση τους.
«Εφαινόμην … φραγγέλιον» è δείχνει πως ο φυσικός χώρος επηρεάζει την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου που τον κατοικεί. Υποδηλώνεται ταύτισή του με τη φύση και ως συνέπεια η σύνδεσή της φυσικής ζωής με την ευδαιμονία.
§3. Επαναλαμβάνεται η κτητική αντωνυμία, που τονίζει πως νιώθει το φυσικό χώρο στον οποίο κατοικεί: οικείο, δικό του, κατ’ επέκταση: αγαπημένο.
            Αναγνωρίζει ως ιδιοκτησία του γεωργού το χωράφι, αλλά μόνο τις μέρες της σποράς και του οργώματος. Ο προσδιορισμός του χρόνου όσον αφορά το γεωργό έρχεται σε αντίθεση με την έλλειψη χρονικότητας που παρατηρείται στην αφήγηση της ζωής του βοσκού. Η ζωή του βοσκού είναι α – χρονική για να αποδοθεί η διάρκεια της ευτυχίας του και το ονειρικό στοιχείο που τη χαρακτηρίζει, ενώ οι δραστηριότητες του γεωργού έχουν ορισμένο χρόνο, εφόσον στην περιγραφή τους ο Παπαδιαμάντης αντλεί στοιχεία από την τεχνοτροπία του ηθογραφικού ρεαλισμού.
«Εις το όνομα … Πνεύματος» è χαρακτηριστικό της θρησκευτικότητας του Παπαδιαμάντη το γεγονός της αποδίδει ευσέβεια στο γεωργό.
§4. Επικρατεί χιουμοριστική διάθεση, λόγος μεταφορικός (τα εθέριζα εν μέρει) και το θρησκευτικό στοιχείο (εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος…). Για μια φορά ακόμη, με τον τρόπο αυτό υποδηλώνεται η αγάπη του για το φυσικό χώρο στον οποίο ζει.
            Δευτορονόμιο è εννοεί πως καρπωνόταν τα αγαθά του χωραφιού του γεωργού σε πολύ μικρό βαθμό, για επιβίωση και ευχαρίστηση και όχι για να ωφεληθεί, π.χ. να τα εκμεταλλευτεί, δηλαδή να τα πουλήσει.
§5. Παρουσιάζει το δεύτερο πρόσωπο που λειτουργεί ως κομπάρσος κι έχει τον ίδιο ρόλο με το γεωργό. Το αμπέλι της ανήκει για συγκεκριμένο χρόνο, όταν από αυτό παίρνει και εκμεταλλεύεται τα αγαθά που της παρέχει, ως νόμιμος ιδιοκτήτης. Σε αντιπαράθεση βρίσκεται ο ρόλο του βοσκού, ο οποίος παρουσιάζεται να οικειοποιείται το χώρο αυτό (ταύτιση με φύση).
§6. Ως αντιζήλους του παρουσιάζει πρόσωπα, τα οποία λειτουργούν κι αυτά ως κομπάρσοι και είναι υπάλληλοι του κράτους, οι οποίοι αρπάζουν τα αγαθά του φτωχού κοσμάκη, με την πρόφαση ότι φυλάνε τα περιβόλια. Πρόκειται για σχόλιο κοινωνικό, για σκώμμα εναντίον του δήθεν καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας. Ταυτόχρονα, σε εσωτερικό επίπεδο, εντοπίζει αντιζήλους που εμποδίζουν την ένωσή του με τη φύση, την απόλυτη οικειοποίησή της, για να υπηρετήσουν ευτελή μικροσυμφέροντα.
§7. Παρουσιάζει το δικό του, απόλυτα προσωπικό του χώρο, το κρησφύγετο του.
«επατούσα τα σύνορα» è παραβιάζοντας χώρας που τυπικά ανήκαν σε άλλους οικειοποιείται το φυσικό χώρο, καταργεί κάθε καθεστώς κυριολεκτικής ιδιοκτησίας, ενώνεται με όλη τη φύση.
            Κατόπιν, αναφέρεται στις απολαβές του από την εργασία του στο μοναστήρι, κέρδιζε τα στοιχειώδη για την επιβίωσή του.
§8. Παρεμβάλλει την ιστορία του κυρ Μόσχου, ο οποίος αποτελεί κι αυτός πρόσωπο βουβό, που λειτουργεί ως κομπάρσος, όπως και τα προηγούμενα πρόσωπα.
            Στις §8, 9, 10, 11 χρησιμοποιεί πάλι τον εγκιβωτισμό (την εγκιβωτισμένη αφήγηση), για να δώσει στοιχεία για τη ζωή του συγκεκριμένου προσώπου.
            Χαρακτηριστικό: Ενώ αφηγείται την ιστορία του κυρ – Μόσχου, παρεμβάλλει περιγραφές του φυσικού τοπίου (στοιχείο φυσιολατρίας).

§8 (συνέχεια). Αναφέρει για 1η φορά τη Μοσχούλα, την ανιψιά του κυρ Μόσχου, χάρη στην οποία θα βιώσει το «όνειρο». Παραθέτει στοιχεία βιογραφικά για αυτή.
§9. Περιγράφει την οικονομική κατάσταση του κυρ – Μόσχου, κυρίως για να επισημάνει τη διαφορά του ίδιου σε σχέση με τον κυρ – Μόσχο: ο βοσκός ακτήμονας, ο κυρ – Μόσχος επίσημα ιδιοκτήτης μιας τεράστιας έκτασης την οποία περιέφραξε, για να την κατοχυρώσει. Ο βοσκός οικειοποιείται όλο τι φυσικό χώρο χωρίς να χρειάζεται τίτλους ιδιοκτησίας – πρόκειται για σχέση βιωματική. Ο κυρ – Μόσχος κατέχει τη γη και χρειάζεται τίτλους – πρόκειται για σχέση τυπική (αντιπαράθεση ελευθερίας – περιορισμού, ολότητας – μερικότητας). Αναφέρεται στις ενέργειες αυτές του κυρ Μόσχου με μια ελαφρά ειρωνεία.
§10. Υψηλόν οικίσκον è σχήμα οξύμωρο που ενέχει ειρωνεία.
            Περιγράφει τη ζωή του κυρ – Μόσχου στο κτήμα, την αυτάρκειά του σε αγαθά. Επισημαίνει ότι το κτήμα ήταν παραθαλάσσιο, στοιχείο που θα αιτιολογήσει λογικά τη παρουσία της Μοσχούλας στη θάλασσα το βράδυ του επεισοδίου – «ονείρου».
§11. Δεύτερη αναφορά στη Μοσχούλα.
            Αυτή την φορά την περιγράφει βάσει των εικόνων που είχε ο ίδιος και όχι βάσει πληροφοριών για τη ζωή της.
-          Περιγράφει το χαρακτήρα της (θερμόαιμος, ανήσυχος, ως πτηνόν του αιγιαλού è η παρομοίωσή της με γλάρο αποτελεί αφενός στοιχείο φυσιολατρίας και αφετέρου εκφράζει ένα λανθάνοντα (όλη του η εμπειρία, ούτως ή άλλως, αντλείται από φυσικά στοιχεία) ερωτισμό – προφανώς τη θαύμαζε, του άρεσε).
-          Περιγράφει την εξωτερική της εμφάνιση. – Είναι προφανές πως του αρέσει εμφανισιακά. Δίνει έμφαση στη λευκότητα του δέρματος, που ήταν ιδανικό της ομορφιάς για την εποχή εκείνη.
§12. Συνεχίζει την περιγραφή.
Ως εδώ η περιγραφή του με τη Μοσχούλα είναι μόνο οπτική (1ο επίπεδο επαφής). Η ομοιότητα που επισημαίνει της κοπέλας με την κατσίκα του: όσα αγαπά και θαυμάζει προέρχονται από τη φύση. Όσα τον συγκινούν από τον κόσμο των ανθρώπων τα παρομοιάζει με στοιχεία της φύσης. Η επονομασία του ζώου με το όνομα «Μοσχούλα» υποδηλώνει έναν ερωτισμό.

§13. Εισάγει το περιστατικό της γνωριμίας του με την κοπέλα (από την περιγραφή περνά στην αφήγηση). Αφορμή για τη γνωριμία των δύο νέων ήταν η απώλεια του συνονόματου με την κοπέλα ζώου.
«Τάχα ο αετός μου την πήρε»; Η φράση παραπέμπει στην παντοκρατορία της φύσης, όπως τουλάχιστον θεωρεί ο ίδιος. Για ό,τι συμβαίνει ευθύνεται ο φυσικός κόσμος. Παρά ταύτα, η εικασία που κάνει είναι πολύ λογική.
§14. Παρεμβάλλεται ένθετο τμήμα για τη ζωή των αετών – σ’ αυτό οδηγείται συνειρμικά. Στοιχείο φυσιολατρίας.
§15. Ούτε είχα … άφαντη.
            2ο Επίπεδο επαφής με τη Μοσχούλα, αυτή τη φορά προσωπική. Αφορμή αποτελεί μια παρεξήγηση. Καθώς ο βοσκός φωνάζει την αίγα του, η Μοσχούλα νομίζει πως φωνάζει την ίδια. Πραγματοποίηση της γνωριμίας.
§16. Επόμενη προσωπική επαφή με τη Μοσχούλα. Διακρίνεται ένα αδρό φλερτ από την πλευρά της. Τον προκαλεί, παίζει μαζί του, του απευθύνει το λόγο με δική της πρωτοβουλία. Εισάγεται η ιδέα του θηλυκού που λειτουργεί ως πειρασμός.
§17. Η γνωριμία εξελίσσεται μεταξύ των δύο νέων. Ποιμενική σκηνή του βοσκού που παίζει φλογέρα και της νεαρής κόρης που για να τον ευχαριστήσει του χαρίζει δώρα.
Ενότητα 3
§1. Μίαν εσπέραν è έρχεται το θέρος που ανέφερε στην αρχή (σελ. 161 και 163, όπου πραγματοποιήθηκε η θέαση του «ονείρου» στο κύμα).
Η ενότητα αρχίζει με εικονοποιία.
Μίαν … νερού è οπτική
το οποίον … ψελλίζον è ηχητική εικόνα      è αυτές οι δύο εικόνες αποδίδουν τη φυσιολατρία.
όμοιον … έψαυσε è παρομοίωση νερού με βρέφος è εμψύχωση αψύχων – στοιχείο φυσιολατρίας.
Ξεκινά με περιγραφή – συνεχίζει με αφήγηση. Η περιγραφή του φυσικού τοπίου με την έντονη εικονοποιία και τα σχήματα λόγου χρησιμεύει για να αιτιολογηθεί η λαχτάρα του να κολυμπήσει και να ενωθεί με τη φύση – τον προσέλκυσε η ομορφιά του τοπίου.
ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω: εκφράζεται η βαθιά επιθυμία του για απόλυτη ταύτιση με τη φύση μέσω επαφής με το υγρό στοιχείο, το οποίο αποτελεί το αρχέτυπο της προέλευσης του κόσμου, τη μήτρα του.
§2. Περιγράφει την προεργασία του, δηλαδή τον τρόπο που διευθετεί τις υποχρεώσεις του, για να μπορεί να ικανοποιήσει κατόπιν την επιθυμία του να κολυμπήσει. Αυτή η απεικόνιση της σχέσης του με το κοπάδι του αποτελεί στοιχείο ποιμενικό. Αναφέρεται για πρώτη φορά ο βράχος  που στην επόμενη παράγραφο 3: γίνεται βράχος του. Γκρεμός και βράχος = στοιχεία που γενικά υποδηλώνουν κίνδυνο, για το βοσκό οικειότητα.
Η §3 και η §4 παρουσιάζουν ειδυλλιακή απεικόνιση του τοπίου – στοιχείο ρομαντισμού.
§4. Προσωποποίηση του ήλιου.
Βρίσκεται σε απόλυτη εναρμόνιση με τα φυσικά στοιχεία.
Εκφράζεται η έκσταση που αισθάνεται θεώμενος τα φυσικά φαινόμενα. Η φύση τον συνεπαίρνει. Έτσι α) στήνεται ο φυσικός διάκοσμος με φόντο τον οποίο αφηγείται το επεισόδιο. β) Προετοιμάζεται η απόλυτη ένωσή του με τη φύση, που θα ακολουθήσει καθώς κολυμπά.
§5. Συνεχίζεται η περιγραφή του φυσικού χώρου. Το κάθε φυσικό στοιχείο ή γίνεται έμψυχο, προσωποποιείται ή ζωντανεύει, καθώς πάνω του επιδρούν τα έμψυχα, άλλοτε οι άνθρωποι, άλλοτε, όπως εδώ, οι νύμφες.
Αλληλεπίδραση φύσης – ανθρώπου (άβιου – έμβιου).
§6. Πραγματοποιείται η απόλυτη ένωση του ανθρώπου με τη φύση.
Ως εδώ παρατηρείται κλιμάκωση:
-          Ζωή στη φύση.
-          Επιθυμία για οικειοποίηση της φύσης.
-          Επιθυμία / λαχτάρα για ταύτιση με τη φύση.
-          Απόλυτη ένωση με τη φύση.
«Δε θα μου έκανε… κοπαδιού»: παρόλο που βρίσκεται σε έκσταση, αποστασιοποιείται συναισθηματικά από αυτό που βιώνει, ενθυμούμενος την υποχρέωση απέναντι στο κοπάδι του. Η πρακτική ανάγκη τον αποσπά από την ευδαιμονία.
            Παρομοιάζει τα ζώα του με μικρά παιδιά – έτσι εκφράζει την τρυφερότητά του. Η αγάπη του προς τα φυσικά στοιχεία δεν είναι μονόπλευρη, μονοδιάστατη. Απολαμβάνει τη φύση, αλλά νοιάζεται και για τα ζώα του, τα οποία αντιμετωπίζει σαν να είναι ανθρώπινα όντα, με συναισθήματα και ανάγκες.
Κατόπιν ειδικεύει και αναφέρεται στο αγαπημένο του ζώο, τη Μοσχούλα. Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης μαθαίνει τι είχε συμβεί τότε που είχε χαθεί. Επίσης τα μέτρα που λαμβάνει για να μη τη χάσει για δεύτερη φορά προοικονομούν το «σχοινίασμά» της, δηλαδή τον πνιγμό της.
§7. Βγαίνει από το νερό και ετοιμάζεται να φροντίσει το κοπάδι του και να λύσει τη Μοσχούλα.
            Χαρακτηρίζει τον ανήφορο και το γκρεμό παιχνίδι για τον ίδιο – έτσι αισθητοποιείται για άλλη μια φορά η οικειότητά του προς το φυσικό χώρο. Αποτυπώνει την αίσθησή του αυτή με παρομοίωση και εικόνα.
§8. Δραματικό απρόοπτο.
            Πριν ολοκληρώσει την εργασία του ακούγεται ο παφλασμός και δεν την ολοκληρώνει (δε λύνει τη Μοσχούλα). Τον βλέπουμε να προβληματίζεται, αλλά επί του συγκεκριμένου θέματος αυτή τη φορά. Προσπαθεί να εντοπίσει την αιτία του παφλασμού και τον τόπο. Εφόσον συνδέει το σημείο απ’ όπου προέρχεται ο ήχος με το σημείο όπου λούζεται η Μοσχούλα (κοπέλα) προετοιμάζει για το επεισόδιο. Βλέπουμε, κατ’ αρχάς, ότι οι προθέσεις του είναι αγνές. Αυτοσαρκάζεται αυτοαποκαλούμενος «σατυρίσκος του βουνού». Δικαιολογείται διότι αγνοούσε πως η Μοσχούλα κολυμπούσε βράδυ.
§8. Εισαγωγή στο επεισόδιο του «ονείρου». Οπτική εικόνα. Εντοπίζει τη Μοσχούλα.
Ενότητα 4
Η βίωση του «ονείρου στο κύμα».
§1. Παρακολουθεί την κοπέλα που κολυμπά. Η θέα της τον συνεπαίρνει, όσο και η θέα του φυσικού τοπίου. Υπάρχει αναλογία μεταξύ κοπέλας – φύσης.
Θεοποίηση της κόρης, καθώς αυτή αναδύεται μέσα από το υγρό στοιχείο (πρβλ. Φεγγαροντυμένη Σολωμού).
Ήξευρε καλώς να κολυμβά è αυτό θα διαψευστεί κατόπιν από τα γεγονότα.
§2. Παύει να απολαμβάνει το θέαμα – αγωνιά μην αποκαλυφθεί η παρουσία του και εκτεθεί η παρεξηγηθεί. Υποβόσκουν επιδράσεις από θρησκεία και εκκλησία. Έχει έντονη την αίσθηση του αμαρτήματος και της τιμωρίας που αυτό θα επιφέρει. Η αγωνία του επιτείνεται, γιατί είναι μεγάλος ο βαθμός επικινδυνότητας να θεαθεί από την κοπέλα.
§3. Η σελήνη λειτουργεί εναντίον του – υπάρχει κίνδυνος να αποκαλύψει την παρουσία του. Οι σκέψεις του είναι αρνητικές. Εικάζει τις αρνητικές αντιδράσεις της κοπέλας, αν τον έβλεπε. Έτσι απελπίζεται, σχεδόν πανικοβάλλεται.
§4. Σκέφτεται να αυτοαποκαλυφθεί.

§5. Δεν τολμά. Η αυτοκριτική του είναι ιδιαίτερα σκληρή, ασκείται όμως εκ των υστέρων, από τον ώριμο αφηγητή. Δικαιολογεί τον εαυτό του, ωστόσο. Θεωρεί την άγνοιά του, σχετικά με το πώς θα πράξει, ζήτημα έλλειψης παιδείας.
Παρατήρηση
            Στην αρχή παρουσιάζει την έλλειψη παιδείας ως παράγοντα ευτυχίας, τώρα ως αίτία για το αδιέξοδό του.
§6. Αναδρομική αφήγηση – θυμάται τους ιερείς δασκάλους του και τα λεγόμενά τους για το γυναικείο πειρασμό – στοιχείο θρησκευτικότητας.
§7, 8. Εκθέτει όλες τις λογικές του διεργασίες, ώσπου να βρει λύση. Αρχικά θεωρεί ως μόνη διέξοδο να φύγει μέσω θαλάσσης. Ακόμα και μέσα στον πανικό του θυμάται την αίγα του και ήδη λαμβάνει την απόφαση να τη θέσει σε δεύτερη προτεραιότητα, όπως θα κάνει και στη συνέχεια, όταν επιλέγει να σώσει την κοπέλα – Μοσχούλα.
«Διότι ήτον ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα» è η φράση αιδώ, ντροπή, συστολή, του είναι αδιανόητο να κολυμπήσει γυμνός – θεωρεί τη γύμνια ντροπή και αμαρτία.
            Αφού εκθέτει όλες τις σκέψεις του αναλυτικά και μέσα στις αναστολές του να φύγει από τη θάλασσα περιλαμβάνει και το γεγονός πως δεν μπορεί να αφήσει το κοπάδι του, οδηγείται έτσι σε δικαιολόγηση της τελικής του απόφασης να μείνει. Απολογείται εκ των προτέρων γι’ αυτό (§ 9). Επαναλαμβάνει πως δεν υπήρχε κακή / πονηρή πρόθεση σε αυτό που έκανε. Ήταν η μόνη λύση.
§10. Αφού έχει αιτιολογήσει ψυχολογικά και λογικά την κάθε αντίδρασή του ως τώρα, ασκεί αυτοκριτική.
§11. Περιγράφει το «όνειρο», την ειδυλλιακή εικόνα της κόρης που κολυμπά. Όσα καλύπτει το νερό ο ίδιος τα φαντάζεται.
            Ο τρόπος που περιγράφει όσα βλέπει ή φαντάζεται αποτελεί μια σύνδεση θρησκευτικότητας και βαθιάς πίστης (βαπτιζόμενα εις το κύμα) με την απόλυτη ένωση του ανθρώπου με τη φύση, όπως ο ίδιος τη βιώνει ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές επιδράσεις.
            Χαρακτηρίζει την κόρη νήριδα, νύμφη, σειρήνα, όνειρο, ίνδαλμα – ένθεη η παρουσία της αναδυόμενης από τη θάλασσα κόρης – παραπέμπει στη θεά Αφροδίτη – υποδηλώνεται ερωτισμός, εκφράζεται άμεσος θαυμασμός. Στην περιγραφή, στον τρόπο που τη χαρακτηρίζει δεν υπάρχει τίποτα το χυδαίο – την παρουσιάζει εξιδανικευμένη (στοιχείο ρομαντισμού).

§12. Περιγράφεται μια δυνατότητα διαφυγής την οποία δεν εκμεταλλεύτηκε, γιατί είχε εκστασιαστεί με το θέαμα. Ψυχολογική αιτιολόγηση της παραμονής του εκεί.
Ενότητα 5
Διάσωση της κόρης.
§1. Αρχικά μιλά από την πλευρά του ώριμου αφηγητή, αξιολογώντας το παρελθόν συμβάν. Η κριτική που ασκεί στο νεαρό εαυτό του είναι αυστηρή. Του καταλογίζει ανομολόγητες προθέσεις που ούτε τώρα γνωρίζει αν υπήρξαν, αν πέρασαν απ’ το νου του.
§2. Επιβεβαίωση τίτλου. Υπάρχει μια συνεχής πάλη μέσα του. Από τη μια απολαμβάνει το θέαμα, από την άλλη συνεχώς σκέφτεται τρόπους διαφυγής. Αισθάνεται ενοχές όσο και απόλαυση / ηδονή.
§3, 4. Δραματικό απρόοπτο.
            Τον πρόδωσε το βέλασμα της αίγας. Πρόκειται για απρόβλεπτη εξέλιξη, οφειλόμενη σε εξωτερικό παράγοντα. Επικρατεί ο αυτοσαρκασμός με χιουμοριστική διάθεση (§ 4).
§5. Προσπαθεί να κάνει το ζώο να σωπάσει, παραβλέποντας τον κίνδυνο να τον δει η κοπέλα. Ταυτόχρονα, παρά τον πανικό του, προφυλάσσεται (ημιωρθώθην).
§6. Εκφράζει την αγωνία του για το ζώο του. Φοβάται μήπως συμβεί αυτό που τελικά συμβαίνει, το σχοινίασμά της.
§7, 8 è Η Μοσχούλα (κοπέλα) αντιλαμβάνεται την παρουσία του.
§9. Εκφράζει τα συναισθήματά του, επειδή η κόρη τον αντιλήφθηκε.
§10. Βρίσκεται σε δίλημμα – να σπεύσει σε βοήθεια της κόρης ή να φύγει. Τη λύση στο δίλημμα του τη δίνει το δραματικό απρόοπτο που ακολουθεί.
§11. Η βάρκα των αλιέων – έκτακτο περιστατικό, οφειλόμενο σε εξωτερικό παράγοντα.
§12. Κλιμάκωση της αγωνίας της κοπέλας. Πνίγεται.
§13. Ενέργειες του βοσκού για την επίσπευση της διάσωσής της.
§14. Επιβράδυνση – στόχος να ενταθεί η αγωνία. Περιγράφει το βυθό και το κολύμπι του ίδιου.
§15. Προσέγγιση της κοπέλας που πνίγεται.
§16. Το θέαμα που αντικρίζει της κοπέλας που πνίγεται αποδίδεται με αντιθέσεις.
Βυθόν – αφρόν.
Θανάτου – ζωής.

§17. Διάσωσή της.
«ησθάνθην … παρειάν μου»: αποτελεί ένδειξη ζωής.
§18. Αφηγείται πως αισθάνεται από τη σωματική επαφή με τη κοπέλα. Εκθέτει τις ανιδιοτελείς του προθέσεις για άλλη μια φορά. Η αγνότητά της προαίρεσής του διατηρείται παρά τη σαρκική επαφή.
§19. Αξιολόγηση του περιστατικού αλλά και της ζωής του γενικά (τη χαρακτηρίζει «κατά τα άλλα ανώφελη») εκ των υστέρων, από την πλευρά του ώριμου αφηγητή.
            Η αίσθηση που υπάρχει μέσα από την επαφή αυτή είναι αυτή του ιδεώδους, του πλατωνικού έρωτα.
«Ήμην …όνειρόν του». Θεωρεί το συμβάν θεϊκό δώρο. Τότε που το έζησε έφτασε η ευτυχία του στην κορύφωσή της. Η αίσθηση που ένιωθε τότε αισθητοποιείται με αντιθέσεις.
Προσοχή: πρόκειται για την αίσθηση που αποκόμισε από το συμβάν τότε, ως νεαρός βοσκός.

Ενότητα 6
Ανάμνηση του περιστατικού – αξιολόγησή του εκ των υστέρων, από τη σκοπιά του ώριμου αφηγητή, του προλύτη.
§1. Συμπύκνωση. Αποδίδεται με συντομία η μετέπειτα ζωή της Μοσχούλας και η σχέση του μαζί της. Απομυθοποιεί την ίδια τη Μοσχούλα. Τη χαρακτηρίζει θυγατέρα της Εύας, δηλαδή εκπρόσωπο του πειρασμού και της αμαρτίας και τίποτα περισσότερο. Έχουμε εκθρόνιση της Μοσχούλας.
Ως νεαρός βοσκός την αντιμετώπιζε ένθεη, τώρα όχι. Η απομυθοποίηση είναι λογική, λόγω της χρονικής απόστασης. Εκφράζεται η διάσταση μεταξύ του νεαρού βοσκού και του ώριμου αφηγητή.
§2. Αναφέρεται στο τίμημα που πλήρωσε ο ίδιος για τη διάσωση της κοπέλας. Τραγική ειρωνεία: Σώθηκε η μία Μοσχούλα (κοπέλα) και πνίγηκε η άλλη (αίγα).
Ο χαμός της αίγας ήταν θέμα προτεραιοτήτων και δε λυπάται ιδιαίτερα γι’ αυτό.
§3. Κάνει μια παρέκβαση, αναφερόμενος στην πορεία της ζωής του.
§4. Παρά την εκκλησιαστική του μόρφωση δεν έγινε ιερέας. Θεωρεί πως το περιστατικό ευθύνεται για την πορεία της ζωής του και για τις επιλογές του. Το συμβάν αυτό έλαβε μέσα του μεγάλες διαστάσεις. Τον έκανε να αντιληφθεί το αδύναμο του χαρακτήρα του, την τάση του προς την ηδονή και τον απέτρεψε από το ιερατικό σχήμα, τον ώθησε να επιλέξει την κοσμική ζωή.
«ακριβώς … μοναχός» – αυτοσαρκάζεται, με χιουμοριστική διάθεση. Ο αναχωρητισμός θεωρεί ότι θα ήταν ίσως λύση, για να απομακρυνθεί από τους πειρασμούς.
§4. Αμφισβητεί την κοσμική μόρφωση που έλαβε – θεωρεί πως δεν τον βοήθησε να σώσει την ψυχή του. Οι σπουδές που ακολούθησε τον έφεραν σε επαφή με πειρασμούς και τον απέτρεψαν από το μοναχισμό, όπως αναφέρει ότι λέει και ο δάσκαλός του.
§5. Συνδέει το «σχοινίασμα» της αίγας του με την εικόνα του δεμένου σκύλου που παρέθεσε στην πρώτη ενότητα, παρομοιάζοντας με αυτή τη ζωή του, άρα και με την κατάληξή του. και ο ίδιος αισθάνεται πνιγμένος.
            Με την τελευταία φράση εκφράζει τη νοσταλγία του για την περίοδο που ήταν νεαρός βοσκός.
Ερωτήσεις – ασκήσεις
1)      Να εντοπιστούν τα ηθογραφικά στοιχεία του διηγήματος με παραπομπές στο κείμενο. Πως λειτουργούν αυτά και με ποιες από τις τεχνοτροπίες που εφαρμόζει ο Παπαδιαμάντης συνδέονται;
2)      Να εντοπιστούν τα σημεία του κειμένου, στα οποία παρατηρείται θρησκευτικότητα.
3)      Να εντοπιστούν μέσα στο διήγημα σημεία που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτοβιογραφικά.
4)      Με δεδομένο πως η νοσταλγία αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του Παπαδιαμαντικού έργου, να επισημάνετε τα σημεία στα οποία είναι εμφανής και τον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται. Πως λειτουργεί το μοτίβο της νοσταλγίας στο συγκεκριμένο διήγημα;
5)      Να βρείτε σημεία του κειμένου, όπου διακρίνουμε τις τεχνοτροπίες
α) του ρομαντισμού
β) του νατουραλισμού
γ)του υπερρεαλισμού.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου